- ἔπλασα
- πλάσσωformaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλάθω — έπλασα, πλάστηκα, πλασμένος 1. δουλεύω μαλακιά ύλη για να της δώσω μορφή: Οι αγρότισσες πλάθουν μεγάλα ψωμιά. 2. δίνω μορφή, δημιουργώ: Πλάθει κι αυτός από δικό του χώμα λογιώνε ξωτικά. 3. δημιουργώ κάτι με τη φαντασία μου: Έπλαθε χίλια ψέματα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔπλασ' — ἔπλασα , πλάσσω form aor ind act 1st sg ἔπλασε , πλάσσω form aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάθω — πλάθω, έπλασα βλ. πίν. 37 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
pelǝ-, plā- — pelǝ , plā English meaning: wide and flat Deutsche Übersetzung: “breit and flach, ausbreiten; durch Druck or Schlag flach formen, breitschlagen, breitklatschen” Material: Arm. hoɫ “earth, dust, powder, bottom, land”; Lat. palam “… … Proto-Indo-European etymological dictionary